- νιτροπώλης
- νιτροπώλης, ὁ (Α)πωλητής νίτρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον + -πώλης (< πωλῶ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νίτρο — Κοινή ονομασία του νιτρικού οξέος. Βλ. λ. νιτρικό οξύ. * * * το (ΑΜ νίτρον) νεοελλ. (ορυκτ.) γενική ονομασία τριών φυσικών νιτρικών ορυκτών, δηλαδή τού κανονικού νίτρου ή νιτρικού καλίου, τού νίτρου τής Χιλής ή κυβικού νατρίου ή νιτρικού νατρίου… … Dictionary of Greek